πάμμηνος

πάμμηνος
πάμμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί όλους τους μήνες τού έτους, όλο το έτος
2. φρ. «πάμμηνος σελήνη» — πανσέληνος (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -μηνος (< μην, μηνός), πρβλ. έμ-μηνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάμμηνος — through all months masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμήνου — πάμμηνος through all months masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμήνῳ — πάμμηνος through all months masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμμηνα — πάμμηνος through all months neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχίμηνος — ἀρχίμηνος, η (Μ) η πρώτη μέρα του μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηνός < μην, μηνός (πρβλ. δεκάμηνος, ηλιτόμηνος, πάμμηνος)] …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”